ἀφελόμενος

ἀφελόμενος
ἀφαιρέω
take away from
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… …   Dictionary of Greek

  • ποππύζω — δωρ. τ. ποππύσδω, Α 1. (ε νεργ και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”